- συστεγάζω
- ΝΑ [στεγάζω]νεοελλ.1. στεγάζω στο ίδιο οίκημα2. μέσ. συστεγάζομαιμένω στο ίδιο σπίτι με άλλον ή με άλλουςαρχ.περικαλύπτω κάτι εντελώς («σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλὴν οὐ ξυνεστέγασαν», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεστεγασμένοι — συστεγάζω cover entirely perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεστέγασαν — συστεγάζω cover entirely aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστέγαση — η, Ν [συστεγάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστεγάζω … Dictionary of Greek
συνεστεγασμένας — συνεστεγασμένᾱς , συστεγάζω cover entirely perf part mp fem acc pl συνεστεγασμένᾱς , συστεγάζω cover entirely perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)